Σπουδές στην Μαδρίτη

1956 Σπουδές

Βασίλης Σίμος 1956 . Μάθημα Γυμνού.

Το 1955 ο Βασίλης Σίμος θα βρεθεί στην Μαδρίτη… Οι ανησυχίες του γύρω από την καλλιτεχνική έκφραση καθώς και η παρουσία εκεί του συντοπίτη καλλιτέχνη (χαράκτη)  Δημήτρη Παπαγεωργίου [ Dimitri ]  (1924-2016) οδήγησαν τον Βασίλη Σίμο να πάρει την μεγάλη απόφαση.  Όπως σημειώνει ο ίδιος «Η προτροπή του [Dimitri] για τις συνθήκες και το  κλίμα στην Τέχνη που επικρατούσαν τότε στη Μαδρίτη με βοήθησε στην απόφαση αυτή. « Δίνει  εξετάσεις και με υποτροφία της Ισπανικής Κυβέρνησης αρχίζει σπουδές στην REAL ACADEMIA de Bellas Artes  San Fernando της Μαδρίτης,…

Η  μαθητεία  του  στην   Ισπανία θα τον  σημαδέψει. Για τις σπουδές του στην Μαδρίτη ο ίδιος γράφει :

«Δεν μου αρέσει να κάνω σύγκριση για το επίπεδο σπουδών  ή άλλες δικές  μου  κρίσεις. Προσωπικά και από ιδιοσυγκρασία βρήκα ένα περιβάλλον που με έκανε να εμπεδώσω αυτά που είχα μάθει στην Αθήνα και να προχωρήσω.

» Όταν περνά ο χρόνος μπορεί να εξιδανικεύεις κάτι  ή να συμβαίνει το αντίθετο .  Γι’ αυτό  και δεν θυμάμαι πια τις δυσκολίες που συνάντησα στην αρχή.  Στη Μαδρίτη βρέθηκα σ’ ένα διαφορετικό περιβάλλον Τέχνης. Οι ίδιες οι σπουδές εκεί με βοηθούσαν να έχω  μεγαλύτερη  όρεξη  για  την  εκμετάλλευση του χρόνου εικαστικά .

»Οι καθηγητές που είχαμε έδιναν μεγάλη σημασία στην ποιότητα του χρώματος που έπρεπε να εκφράζει την ουσία  του αντικειμένου. Το μάρμαρο στα αγάλματα, το ανθρώπινο δέρμα, το βελούδο,  το ξύλο, το μέταλλο έπρεπε να αποδίδονται ανάλογα με την υφή τους, την απαλότητα, τη στιλπνότητα ή την αδρότητά τους.»

1957

Βασίλης Σίμος , Αίθουσα μαθήματος Γλυπτικής, 1957 , Προτομές .

Στη διάρκεια των πενταετών σπουδών της Σχολής (1955-1960) εκτός των καλλιτεχνικών και θεωρητικών μαθημάτων οι σπουδαστές παρακολουθούσαν και τα τμήματα χαρακτικής, γλυπτικής, διακοσμητικής, σκηνογραφίας και συντήρησης έργων Τέχνης. Επίσης η μελέτη των μουσείων ήταν καθοριστική μέσα στο πρόγραμμα των σπουδών.

Η φιλόλογος, λογοτέχνης Πολυτίμη Τζωρτζοπούλου, από όσα είχε ακούσει για τις σπουδές του από τον ίδιο τα συνοψίζει  στην  εισαγωγή   του    λευκώματος « ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΙΜΟΣ» που εξέδωσε το 1997 η Δημοτική Πινακοθήκη Λαμίας   «…Εκεί στην πόλη με την πλούσια εικαστική παράδοση, ολόκληρος μια ακοή στις ακροάσεις της σχολής, ολόκληρος  μια αίσθηση στις διαδρομές της φιλότεχνης διάθεσης του. Χάνεται στα Μουσεία της, τα μάτια άπληστα κοινωνούν το άφθαρτο κάλλος, ο νους ολάνοιχτος, δεκτικός και κριτικός μαζί διαρρηγνύει επιφάνειες  ανασηκώνει τις επιστρώσεις των χρωμάτων, ανασκαλεύει τεχνικές, ανιχνεύει επιρροές…»

Η Μαδρίτη της δεκαετίας του ’50 ,ολόκληρη ένα Μουσείο συναρπάζει  ένα νέο άνθρωπο που ερχόταν από την μεταπολεμική Ελλάδα και οι μόνες εικόνες που είχε για τον υπόλοιπο κόσμο και κυρίως για την  Τέχνη ήταν κάποιες μαυρόασπρες φωτογραφίες σε βιβλία και εφημερίδες. Τα επιβλητικά κτίρια, οι Γοτθικές πανύψηλες εκκλησίες  με τις όψεις καλυμμένες  ολόκληρες με ανάγλυφα, οι μεγάλοι δρόμοι, το μεγάλο πάρκο Retiro, κάθε γωνιά του κι ένα θέμα ζωγραφικής,  ακόμη και το ίδιο το κτίριο της Σχολής ήταν για εκείνον μια αποκάλυψη.

Εκείνο όμως  που τον εντυπωσίασε από την αρχή ήταν ο τρόπος που τον δέχθηκαν οι καθηγητές και οι συμφοιτητές του. Ήταν τα χρόνια που η Ισπανία  του Φράνκο ήταν κάπως απομονωμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη και ο ερχομός ενός Έλληνα ήταν κάτι  το ιδιαίτερο που προξενούσε ενδιαφέρον σα να κουβαλούσε μαζί του όλο τον Αρχαίο πολιτισμό και τους θρύλους του Βυζαντίου. Οι καθηγητές πρόσεξαν τη δουλειά του και αναζητούσαν τις επιρροές από τη Βυζαντινή Τέχνη. Απέκτησε γρήγορα φίλους που τον βοήθησαν στη γλώσσα και η φιλία αυτή κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Η επαφή του Β.Σ  με τα Μουσεία τον συγκλόνισε, τόσο που η πρώτη του σκέψη ήταν  ότι το να γίνει κανείς ζωγράφος ήταν κάτι το ασύλληπτο , όπως αναφέρει σε μια συνέντευξη του το 1997 στο κανάλι   ΣΤΑΡ Κεντρικής Ελλάδας.

Βλέποντας τα χρώματα στους πίνακες του Ρέμπραντ τις διαβαθμίσεις, τα φώτα , πίστεψε ότι είναι κάτι το αχειροποίητο. Στη μαύρη εποχή του Γκόγια κατάλαβε ότι η θεωρία του μοντέρνου δεν σταματά στην περιγραφή του γεγονότος, αλλά περνάει στην αλήθεια του χαρακτήρα των ανθρώπων, όπως την αισθάνεται  ο ζωγράφος  δίνοντας στα πρόσωπα την αγριότητα, το φόβο, το μίσος κι ας ήταν καλυμμένα  τα σώματα με πολυτελή ρούχα και στολές.

Βασίλης Σίμος , Aντίγραφο έργου του Ελ Γρέκο «Απόστολος Παύλος» 1959, λάδι σε μουσαμά , 70×40

Εκείνο όμως που τον συνεπήρε ήταν η επίσκεψη στο Τολέδο στο Μουσείο του Γκρέκο. Ο συγκερασμός της Βυζαντινής Τέχνης με την κοσμική Τέχνη της Αναγέννησης, τα χρώματα, οι συνθέσεις και οι εκφράσεις των προσώπων ήταν κάτι συγκλονιστικό. Κάθε φορά που βρισκόταν στο Τολέδο σταματούσε στην Αίθουσα με τα σχέδια των προσώπων των δώδεκα Αποστόλων για να μελετήσει τον εντυπωσιακό τρόπο που απέδιδε ο καλλιτέχνης σε κάθε έναν τον χαρακτήρα που προκύπτει από τη μελέτη της Καινής Διαθήκης.

Για τον τρόπο που διδάχθηκε την ιστορία της Τέχνης μέσα από την διδασκαλία των καθηγητών του και τα Μουσεία γης Μαδρίτης ο ίδιος γραφει :

«Η μελέτη των Μουσείων ήταν συνδεδεμένη με τις σπουδές. Οι καθηγητές κυρίως στο «γυμνό», και στη σύνθεση, όταν είχαμε δυσκολίες  δεν μας  έδιναν λύσεις εκείνοι, αλλά μας παρέπεμπαν στα Μουσεία  για να μελετήσουμε πώς είδαν οι μεγάλοι καλλιτέχνες το αντίστοιχο θέμα.

Στο τέλος του τέταρτου έτους των σπουδών του, το 1959  ο Β.Σ. αντιπροσώπευσε  τη Σχολή Καλών Τεχνών της Μαδρίτης με υποτροφία  στο καλλιτεχνικό περίπτερο της Γρανάδας για να ασχοληθεί τρεις μήνες με το τοπίο της περιοχής και τη μελέτη του φωτός.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: